-
1 ἠχώ
Aἀχῶς Mosch.Fr.2.1
: acc. ἠχώ, [dialect] Dor. ἀχώ ib.3:—echo, h.Hom.19.21, Hes.Sc. 279, 348, A.Pers. 391, etc.: personified in Ar.Th. 1059, Paus.2.35.10, Mosch.Fr.2, Orph. H.11.9.2 generally, ringing sound, (lyr.); ἠχὼ προφωνεῖν to utter loud cries, S.El. 109 (anap.);ἠ. χθόνιος E.Hipp. 1201
; ἠ. βαρεῖα προσπόλων ib. 791; ὀρθία σάλπιγγος ἠ. Id.Tr. 1267; ἅπασαν τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠ. all Boeotia rang with the noise of mourning, Hdt.9.24; voc. Ἀχοῖ Rumour, Pi.O.14.21.
См. также в других словарях:
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek